- σκευογραφικός
- -η, -όν, Α [σκευογραφία]1. αυτός που περιγράφει σκεύη ή εργαλεία2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Σκευογραφικόντίτλος έργου τού Ερατοσθένους στο οποίο γίνεται περιγραφή παλαιών σκευών και οργάνων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκευογραφικῷ — σκευογραφικός descriptive of tools masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)